καλαμπούρι

καλαμπούρι
Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour.
* * *
το
1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα
2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλαμπούρι — το (λ. γαλλ.), χαριτολόγημα, αστείο, λογοπαίγνιο: Αυτός λέει νόστιμα καλαμπούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπουρίζω — [καλαμπούρι] λογοπαικτώ, παίζω με τις λέξεις, λέγω καλαμπούρια …   Dictionary of Greek

  • λογοπαίγνιο — το παιχνίδι με λέξεις που έχουν πολλαπλή σημασία ή με λέξεις που είναι διαφορετικής σημασίας, είναι όμως ομόηχες είτε αυτούσιες είτε σε συνεκφορά με άλλη λέξη, το καλαμπούρι: π.χ. «άπιαστα ιδανικά» ή «άπιαστα ή δανεικά». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”